πλειστηρίαση

πλειστηρίαση
η, Ν
πώληση με πλειοδοσία, πλειστηριασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλειστηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλειστηρίαση — η βλ. πλειστηριασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”